«αβεβαιότητας» σύμφωνα (και) με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Άρα το ενδεχόμενο μιας πρόωρης προσφυγής στις κάλπες δεν μπορεί κανείς να το αποκλείσει, παρότι είναι υποχρεωμένος από τα πράγματα συνοδεύσει την εικασία με πολλά «Αν».
Το εντυπωσιακό κύμα μετάδοσης του Covid 19 που προκαλεί η μετάλλαξη «Όμικρον», αποκλείει κάθε σκέψη προσφυγής στην λαϊκή ετυμηγορία για τους πρώτους μήνες του χρόνου. Όμως οι εκτιμήσεις των ειδικών που μιλούν για μια έξαρση που σύντομα θα έρθει σε «ύφεση» και οι προβλέψεις για να υπάρξει ένα «χαλαρό» υγειονομικά καλοκαίρι αντιστρέφουν εντελώς την προοπτική. Άλλωστε έχουν ήδη υπάρξει ευρωπαϊκές χώρες που πραγματοποιούν εκλογές εν μέσω πανδημίας.
Εκτός όμως από τους αντικειμενικούς παράγοντες, στην εξίσωση υπάρχουν και οι υποκειμενικοί. Το ποιος θέλει να γίνουν εκλογές μέσα στο 2022. Σε αυτή την κατηγορία σίγουρα περιλαμβάνονται κόμματα της αντιπολίτευσης με τον ΣΥΡΙΖΑ να τις έχει ζητήσει επισήμως. Καλοδεχούμενες θα ήταν ίσως και για το Κίνημα Αλλαγής που μετά την μεγάλη συμμετοχή των οπαδών του στην εκλογική διαδικασία που ανέδειξε πρόεδρο τον Νίκο Ανδρουλάκη θα ήθελε ίσως να «κεφαλαιοποιήσει» την δυναμική του. Το κομβικό ερώτημα πάντως είναι το αν τις θέλει η κυβέρνηση. Δηλαδή ο μόνος «υποκειμενικός παράγοντας» που μπορεί αυτή την στιγμή να τις επιβάλλει.
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟ
Από κυβερνητικής πλευράς η υπόθεση της διενέργειας πρόωρων εκλογών σχετίζεται με ένα αποκλειστικά πρόσωπο: Τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η προσφυγή στις κάλπες είναι αποκλειστικό προνόμιο του πρωθυπουργού, κάτι που επισημαίνουν τόσο τα κυβερνητικά στελέχη όταν ερωτώνται σχετικά όσο και οι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης.
Ο πρωθυπουργός σε όλες τις συνεντεύξεις που έχει δώσει μέσα στο 2021 και στις περισσότερες από τις τοποθετήσεις που έχει κάνει στην Βουλή δήλωσε κατηγορηματικά ότι οι εκλογές θα γίνουν το 2023, όταν δηλαδή θα εξαντληθούν οι συνταγματικές προθεσμίες. Αν και αυτό δεν λέει και πολλά για τους πολιτικούς του αντιπάλους, μια και το δόγμα του ότι «οι πρόωρες εκλογές δεν ανακοινώνονται» ισχύει διαχρονικά στην Ελλάδα.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, σύμφωνα με τα δικά του λόγια στην Βουλή, η εξάντληση της τετραετίας είναι ζήτημα «θεσμικής συνέχειας και πολιτικής κανονικότητας» ενώ η κυβέρνηση του έχει «εγγυηθεί εντός και εκτός Ελλάδος τη σταθερότητα και την πολιτική συνέχεια». Μάλιστα όταν προκλήθηκε από τον Αλέξη Τσίπρα στον κοινοβούλιο επιακαλέστηκε το εξής επιχείρημα: «Στο παρελθόν υπήρξαν ουκ ολίγες πολιτικές ευκαιρίες, που θα μου επέτρεπαν να είχα προκηρύξει εθνικές εκλογές με πολύ μεγάλη βεβαιότητα ότι αυτές θα οδηγούσαν τη Νέα Δημοκρατία σε ένα αποτέλεσμα πολύ καλύτερο από το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουλίου του 2019.Αναφέρω ενδεικτικάτην περίοδο του Μαΐου και του Ιουνίου του περασμένου έτους, όταν τα ποσοστά αποδοχής της Κυβέρνησης ήταν και για τα δεδομένα της Ελλάδος, αλλά και της Ευρώπης, επιεικώς στρατοσφαιρικά».
Απέναντι σε αυτές τις συνεχείς και ισχυρές δεσμεύσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη, τα μόνα στοιχεία που μπορούν αντιπαραβληθούν είναι η πρόσφατη πρωτοβουλία της κυβέρνησης να προχωρήσει σε ευρείες αλλαγές των γενικών γραμματέων των υπουργείων. Ο άτυπος αυτός «ανασχηματισμός» έγινε στις 27 Σεπτεμβρίου και ορισμένοι από αυτούς που έφυγαν από τις θέσεις τους το έκαναν προκειμένου να πολιτευθούν. Χαρακτηριστική περίπτωση η γραμματέας αντεγκληματικής πολιτικής Σοφία Νικολάου που ανέφερε πως «αποχωρώ για να είμαι υποψήφια στις επόμενες εκλογές». Φυσικά οι αλλαγές αυτές δεν δείχνουν κατ’ ανάγκη πρόωρες κάλπες. Ο προεκλογικός αγώνας για την κατάληψη μιας βουλευτικής έδρας είναι εύλογο να ξεκινήσει και 1,5 χρόνο νωρίτερα, στο σενάριο που οι εκλογές θα γίνουν το 2023.
Σε κάθε περίπτωση ο πρωθυπουργός έχει να «ζυγίσει» πολλά προκειμένου να πάρει τις αποφάσεις του. Με κυριότερο το πότε συμφέρει την κυβέρνηση του να προσφύγει στις κάλπες. Μια εξίσωση ιδιαίτερα δύσκολη σε καιρούς που στην πολιτική ατζέντα σωρεύεται η πανδημία που δημιουργεί προβλήματα στην σχέση της κυβέρνησης με τμήματα της μεσαίας τάξης που παραδοσιακά την στηρίζουν. Η ακρίβεια που αγγίζει κυρίως τα ευάλωτα νοικοκυριά και τους συνταξιούχους. Τέλος οι αποφάσεις που θα ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με το πότε θα «λήξει» η δημοσιονομική χαλάρωση και κάθε χώρα θα μπεί στον «μύλο» των κριτηρίων του Συμφώνου Σταθερότητας.
Το δεύτερο κριτήριο σχετίζεται με το εκλογικό σύστημα. Η μέχρι στιγμής διαφαινόμενη πρόθεση της Νέας Δημοκρατίας να «κάψει την απλή αναλογική» ίσως οδηγήσει σε δύο απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις. Μια κατάσταση που δεν αποκλείει τις εκπλήξεις για το κυβερνητικό κόμμα. Ιδίως αν η ψήφος στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση είναι αρκετά «χαλαρή». Πράγμα που σημαίνει ότι εφόσον η κυβέρνηση αποφασίσει εκλογές μέσα στο 2022 πρέπει να βρει τα ανάλογα «χρονικά ξέφωτα». Δηλαδή περιόδους που η πανδημία θα βρίσκεται σε σημαντική ύφεση και θα υπάρχει ένα δίμηνο περίπου εκλογικών αναμετρήσεων. Με βάση την λογική λοιπόν εικασίες για εκλογικές εξελίξεις μπορεί να αφορούν το τέλος της Άνοιξης – αρχές Καλοκαιριού ή τους πρώτους Φθινοπωρινούς μήνες. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι εφόσον υπάρξουν δεύτερες εκλογές αυτές θα γίνουν με τον νέο εκλογικό νόμο που ψήφισε η Νέα Δημοκρατία. Αυτός προβλέπει κλιμακωτό μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα και όχι απευθείας «παροχή» 50 πρόσθετων εδρών. Πράγμα που καθιστά συγκριτικά δυσκολότερη την επίτευξη αυτοδυναμίας.
ΘΑ ΕΠΑΝΕΛΘΕΙ ΖΗΤΩΝΤΑΣ ΕΚΛΟΓΕΣ Ο ΣΥΡΙΖΑ
Το αίτημα για πρόωρες εκλογές – θυμίζουμε – έθεσε ο Αλέξης Τσίπρας, στην συζήτηση του Προϋπολογισμού του 2022 στην Βουλή, στις 18 Δεκεμβρίου του προηγούμενου χρόνου. Απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό είχε χαρακτηριστικά δηλώσει: «Να σταθείτε σε αυτό εδώ το βήμα να φερθείτε έντιμα: Να παραιτηθείτε κ. Μητσοτάκη. Να παραιτηθείτε και να προκηρύξετε εκλογές να δώσετε τη δυνατότητα στη λαϊκή ετυμηγορία να δώσει διέξοδο. Αποτύχατε. Είστε ανεπαρκής και επικίνδυνος. Δώστε το δικαίωμα στον ελληνικό λαό να σας κρίνει για να ξεφύγει η χώρα».
Το αμέσως επόμενο διάστημα, το αίτημα για πρόωρες εκλογές ήταν κυρίαρχο στον πολιτικό λόγο όλων των στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ως αιχμή του δόρατος της αντιπολιτευτικής της τακτικής. Όμως μετά τα πρώτα δείγματα της έξαρσης της πανδημίας με την εκδοχή της μετάλλαξης «Όμικρον» και την εκρηκτική αύξηση των κρουσμάτων ο ΣΥΡΙΖΑ «έβαλε στην άκρη» το αίτημα. Δίχως όμως να το έχει ουσιαστικά εγκαταλείψει. Όπως συζητείται στην Κουμουνδούρου όταν (με έμφαση στο …ότε και αν) υπάρξει ύφεση στην πανδημία «ο Τσίπρας θα ζητήσει από τον Μητσοτάκη να ορίσει την ημερομηνία των εκλογών».
Άλλωστε στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του προς τους πολίτες ο Αλέξης Τσίπρας αν και δεν χρησιμοποίησε την λέξη «εκλογές» τόνισε ότι «το 2022 μπορεί και πρέπει να γίνει η χρονιά της μεγάλης αλλαγής», απευθύνοντας έκκληση στους πολίτες «να μην αφήσουμε για πολύ ακόμη αυτή τη δυστοπία να μετατρέπεται σε κανονικότητα». Επίσης αν παρατηρήσει κανείς τις δημόσιες τοποθετήσεις των κορυφαίων στελεχών του κόμματος, η άμεση προοπτική της «πολιτικής αλλαγής» είναι οι κατακλείδα της πολιτικής τους επιχειρηματολογιας. Ενδεικτική είναι οι κατά καοιρούς δηλώσεις του γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Τζανακόπουλου που έχει αποκαλέσει τις εκλογές «επιτακτική ανάγκη» τονίζοντας πως η κυβέρνηση «πρέπει να φύγει τώρα για να μπορέσουμε να γλιτώσουμε ανθρώπινο πόνο. Ζητάμε εκλογές αυτή τη στιγμή ακριβώς για να μπορέσουμε να σώσουμε ανθρώπινες ζωές και όχι το αντίθετο».
Σε κάποια στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν λείπει και ο προβληματισμός σχετικά με το ότι η κυβέρνηση ίσως προσπαθήσει να αποφύγει τις εκλογές με πλάγιους τρόπους. Ενδεικτική είναι η δήλωση που έκανε στις 2 Ιανουαρίου ο Νίκος Παππάς. Θεωρώντας ότι μέσα στο 2022 το αίτημα για εκλογές θα έχει μεγάλη απήχηση στην ελληνική κοινωνία εκτίμησε πως «τελευταίο, ίσως, κυβερνητικό ανάχωμα στη διαφαινόμενη αποδρομή Μητσοτάκη, αποτελεί το σενάριο μιας κυβέρνησης τεχνοκρατών, με τεχνοκράτη για πρωθυπουργό,. Πρόκειται για ένα σχέδιο το οποίο εξυφαίνουν εδώ και ενάμιση χρόνο συγκεκριμένα πολιτικά και επιχειρηματικά κέντρα και στο οποίο έχουμε αναφερθεί ήδη από τον Νοέμβριο του 2020».
Υπό αυτό το πρίσμα, της προσμονής πρόωρων εκλογών, μπορεί να δικαιολογηθεί και η αποφασιστικότητα του Αλέξη Τσίπρα για την διενέργεια του συνεδρίου του κόμματος στα τέλη Φεβρουαρίου, στην χειρότερη περίπτωση στα μέσα Μαρτίου. Παρά τους αποθαρρυντικούς υγειονομικούς δείκτες ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί να ολοκληρωθεί η εσωκομματική αυτή διαδικασία που αναβάλλεται συνεχώς από το 2020, ώστε το κόμμα μην έχει εκκρεμότητες.
Στα «συν» της αξιωματικής αντιπολίτευσης πάντως λογίζεται στο ότι έχει ήδη έτοιμη την προγραμματική της πρόταση και μια σαφή εκλογική τακτική. Αυτή αποφασίστηκε στην προγραμματική συνδιάσκεψη του κόμματος τον περασμένο Ιούλιο και εγκρίθηκε με συντριπτική πλειοψηφία. Πέραν από τις προτάσεις διακυβέρνησης οι επεξεργασίες αυτές εμπεριέχουν και την σαφή θέση σχετικά με το ότι πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, «έστω και με μία ψήφο» όπως έχει πει ο Αλέξης Τσίπρας, θα σημάνει ότι ανοίγει ο δρόμος για το σχηματισμό προοδευτικής διακυβέρνησης με τις όμορες πολιτικές δυνάμεις. Επίσης από την Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει μιλήσει για την δυνατότητα συμμετοχής προσωπικοτήτων στο κυβερνητικό σχήμα που θα κληθεί να δημιουργήσει σε αυτή την περίπτωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου